- φρυκτώριον
- τὸ, ΜΑ [φρυκτωρός]1. φυλάκιο ή πύργος από όπου λάμβαναν ή έστελναν φρυκτωρίες2. είδος φάρου για την καθοδήγηση τών πλοίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρυκτώριον — beacon tower neut nom/voc/acc sg φρυκτωρέω make fire signals imperf ind act 3rd pl (doric) φρυκτωρέω make fire signals imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυκτωρίοις — φρυκτώριον beacon tower neut dat pl φρυκτωρέω make fire signals pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυκτώρια — φρυκτώριον beacon tower neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТЕАТР — • Theatrum, Θέατρον. I. Греческий Т. Древнегреческий T. предназначался не только для драматических представлений: трагедий, сатирических драм и комедий, но служил первоначально местом действия всех торжеств, относившихся… … Реальный словарь классических древностей
πυρσούριον — τὸ, Α [πυρσουρός] τόπος, σταθμός όπου οι φύλακες άναβαν πυρσούς με τους οποίους μετέδιδαν σήματα σε επόμενο σταθμό, αλλ. φρυκτώριον … Dictionary of Greek